κρέας

κρέας
το мясо; мясное блюдо;

κρέας βοδινό — говядина;

κρέας πρόβειο ( — или προβατήσιο) — баранина;

κρέας από μοσχάρι — телятина;

λευκό κρέας — белое мясо (курятина, крольчатина, телятина, мясо ягнёнка и т. п.);

κρέ βραστό — отварное мясо;

' κρέ κονσέρβα — консервированное мясо;

κονσέρβα κρέατός — мясные консервы;

κρέας τηγανητό — жареное мясо;

§ τρώγω τα κρέατα μου быть вне себя (от ярости, горя);

δεν πιάνει κρέας (απάνω του) — не в коня корм;

φαίνονται τα κρέατά της — она почти голая


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κρέας" в других словарях:

  • κρέας — flesh neut nom/voc/acc sg κρέᾱς , κρέας flesh neut gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το, ατος 1. σάρκα ανθρώπου ή ζώου. 2. η σάρκα των σφαγίων. 3. φρ., «Tου κανες τα μούτρα κρέας» σημαίνει ότι δεν κατόρθωσες να τον κάνεις να ντραπεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεατώνω — [κρέας] 1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες τού σώματός μου («κρεατώσανε τ αρνιά») 2. (για πληγή) επουλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • κρειῶν — κρέας flesh neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεάων — κρέας flesh neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆς — κρέας flesh neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέα — κρέας flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέαος — κρέας flesh neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»